Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουτουριστικός η φουτουριστική το φουτουριστικό
      γενική του φουτουριστικού της φουτουριστικής του φουτουριστικού
    αιτιατική τον φουτουριστικό τη φουτουριστική το φουτουριστικό
     κλητική φουτουριστικέ φουτουριστική φουτουριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουτουριστικοί οι φουτουριστικές τα φουτουριστικά
      γενική των φουτουριστικών των φουτουριστικών των φουτουριστικών
    αιτιατική τους φουτουριστικούς τις φουτουριστικές τα φουτουριστικά
     κλητική φουτουριστικοί φουτουριστικές φουτουριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Το φουτουριστικό αεροδρόμιο του Λος Άντζελες

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουτουριστικός < φουτουριστ(ής) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

φουτουριστικός

  • σχετικός με τον φουτουρισμό
    φουτουριστική τέχνη, διακόσμηση, ζωγραφική, μουσική, αρχιτεκτονική, γλυπτική, ιδεολογία, νοοτροπία
    φουτουριστικό σινεμά, διήγημα
    φουτουριστικός τρόπος απεικόνισης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία