φουτουριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουτουριστής < φουτουρισ(μος) + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουτουριστής αρσενικό
- ο καλλιτέχνης (ζωγράφος, λογοτέχνης, γλύπτης, σκηνοθέτης κ.λπ.) που εμπνεύσθηκε από το ρεύμα του φουτουρισμού στις αρχές και μέχρι περίπου τα μέσα του περασμένου αιώνα
- ο οπαδός του ιδεολογικού μανιφέστου του φουτουρισμού ή των δευτερογενών τάσεων του κινήματος -αυτές στερούνταν πολιτικής χροιάς και θεωρούσαν τον φουτουρισμό ως γενικό θάνατο του παλιού και δυναμική έκφραση του καινούργιου
- τρόπον τινά μελλοντολόγος, άτομο που ασχολείται με προβλέψεις για το μέλλον, όχι από προφητική και δεισιδαιμονική σκοπιά, αλλά από σχετικά επιστημονική, χωρίς όμως να είναι και ειδικός μελλοντολόγος