Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
futuriste futuristes

futuriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φουτουριστής - φουτουρίστρια

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
futuriste futuristes

futuriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φουτουριστικός