φουράνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φουράνιο | τα | φουράνια |
γενική | του | φουράνιου & φουρανίου |
των | φουράνιων & φουρανίων |
αιτιατική | το | φουράνιο | τα | φουράνια |
κλητική | φουράνιο | φουράνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφουράνιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημική ένωση) ετεροκυκλική οργανική ένωση που έχει ενοχοποιηθεί για καρκινογένεση σε ζώα και πιθανόν σε ανθρώπους και η οποία ανευρίσκεται κυρίως σε όσα προϊόντα έχουν σφραγιστεί αεροστεγώς
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φουράνιο στη Βικιπαίδεια