Δείτε επίσης: Φουντούλης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουντούλης οι φουντούληδες
      γενική του φουντούλη των φουντούληδων
    αιτιατική τον φουντούλη τους φουντούληδες
     κλητική φουντούλη φουντούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουντούλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική fodul (υπερόπτης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουντούλης αρσενικό

  1. (κρητικά) εμφανίσιμος, καλοντυμένος, λουσάτος
  2. (κρητικά) εγωιστής, κομψευόμενος, επιδεικτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014