φοινικικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοινικικός < Φοίνικες
Επίθετο
επεξεργασίαφοινικικός
- φοινικικός αμφορέας με το χαρακτηριστικό τότε πορφυρό χρώμα που εξήγαγαν οι Φοίνικες από τα κοχύλια τους
- το φοινικικό αλφάβητο στο οποίο οι Έλληνες πρόσθεσαν φωνήεντα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίααρχαίας ελληνικής
- φοινικίζω: έχω ερωτικές ιδιορρυθμίες
- φοινικόεις-φοινικόεσσα και φοινικοῦς: αυτός που έχει βαθύ κοκκινο χρώμα