Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλολαϊκός η φιλολαϊκή το φιλολαϊκό
      γενική του φιλολαϊκού της φιλολαϊκής του φιλολαϊκού
    αιτιατική τον φιλολαϊκό τη φιλολαϊκή το φιλολαϊκό
     κλητική φιλολαϊκέ φιλολαϊκή φιλολαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλολαϊκοί οι φιλολαϊκές τα φιλολαϊκά
      γενική των φιλολαϊκών των φιλολαϊκών των φιλολαϊκών
    αιτιατική τους φιλολαϊκούς τις φιλολαϊκές τα φιλολαϊκά
     κλητική φιλολαϊκοί φιλολαϊκές φιλολαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλολαϊκός < φίλος και λαός

  Επίθετο επεξεργασία

φιλολαϊκός

  Μεταφράσεις επεξεργασία