φθαρτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθαρτικός < αρχαία ελληνική φθαρτικός < φθείρω
Επίθετο
επεξεργασίαφθαρτικός
- που φθείρει
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθαρτικός < φθείρω
Επίθετο
επεξεργασίαφθαρτικός, φθαρτική, φθαρτικόν
Αντώνυμα
επεξεργασία- ποιητικός (με την έννοια του δημιουργικός)
Συγγενικά
επεξεργασία- φθαρτικῶς (επίρρημα)