Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φετιχιστής οι φετιχιστές
      γενική του φετιχιστή των φετιχιστών
    αιτιατική τον φετιχιστή τους φετιχιστές
     κλητική φετιχιστή φετιχιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φετιχιστής < ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική fétichiste [1] (προφορά: fe.ti.ʃist) < fétiche (φετίχ) + -ιστής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fe.ti.çiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φε‐τι‐χι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φετιχιστής αρσενικό (θηλυκό φετιχίστρια)

  1. αυτός που θεωρεί ότι το φετίχ είναι μαγικό κι έχει υπερφυσικές δυνάμεις
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που υπερεκτιμά κάποια αντικείμενα ή ενασχολήσεις, που ασχολείται περισσότερο μ’ αυτά ή γι’ αυτά
  3. (ψυχολογία) αυτός που διεγείρεται σεξουαλικά με προσωπικά αντικείμενα του προσώπου που έχει ερωτευτεί

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία