fétichiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fétichiste | fétichistes |
fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fétichiste | fétichistes |
fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
fétichiste | fétichistes |
fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
fétichiste | fétichistes |
fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό