φελί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φελί | τα | φελιά |
γενική | του | φελιού | των | φελιών |
αιτιατική | το | φελί | τα | φελιά |
κλητική | φελί | φελιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φελί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀφέλλιον με αποφυγή της χασμωδίας -ιον και αποβολή του αρχικού φωνήεντος < λατινική offella, υποκοριστικό του offa[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /feˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φε‐λί
- παρώνυμο: φιλί
Ουσιαστικό επεξεργασία
φελί ουδέτερο
- (δημοτική) φέτα (μανταρινιού, ψωμιού) κομμάτι, τμήμα από κάτι άλλο συνήθως ορθογώνιο ή ρομβοειδές
- ↪ ένα φελί ψωμί, τυρί, μπακλαβά
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φελί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .