φαρφουρί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαρφουρί | τα | φαρφουριά |
γενική | του | φαρφουριού | των | φαρφουριών |
αιτιατική | το | φαρφουρί | τα | φαρφουριά |
κλητική | φαρφουρί | φαρφουριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαρφουρί < (άμεσο δάνειο) τουρκική fağfur < οθωμανική τουρκική فغفور (fağfûr) < περσική فغفور (fagh-foor) απ' όπου فغفوری (fağfuri, κινεζική πορσελάνη) < σογδιανή βγpwr[1] < παλαιά ιρανικής προέλευσης *baga-puθra- (υιός του θεού), πιθανό μεταφραστικό δάνειο του κινεζικού 天子 (tiānzǐμ ο γιος του ουρανού), τίτλου των αυτοκρατόρων της Κίνας
- Ή κατ' άλλη άποψη, πιθανό αντιδάνειο < (άμεσο δάνειο) τουρκική firfiri (ανοιχτό κόκκινο), ίσως αραβικής προέλευσης [δείτε και τουρκικά firfir (πλουμίδι, φραμπαλάς)] < αρχαία ελληνική πορφύρα[2][3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρφουρί ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαρφουρί
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βγpwr στο en.wiktionary
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ φαρφουρί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας