↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρφουρένιος η φαρφουρένια το φαρφουρένιο
      γενική του φαρφουρένιου της φαρφουρένιας του φαρφουρένιου
    αιτιατική τον φαρφουρένιο τη φαρφουρένια το φαρφουρένιο
     κλητική φαρφουρένιε φαρφουρένια φαρφουρένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρφουρένιοι οι φαρφουρένιες τα φαρφουρένια
      γενική των φαρφουρένιων των φαρφουρένιων των φαρφουρένιων
    αιτιατική τους φαρφουρένιους τις φαρφουρένιες τα φαρφουρένια
     κλητική φαρφουρένιοι φαρφουρένιες φαρφουρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρφουρένιος < φαρφουρ(ί) + -ένιος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /faɾ.fuˈɾe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαρ‐φου‐ρέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

φαρφουρένιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία