φαρφουρένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαρφουρένιος | η | φαρφουρένια | το | φαρφουρένιο |
γενική | του | φαρφουρένιου | της | φαρφουρένιας | του | φαρφουρένιου |
αιτιατική | τον | φαρφουρένιο | τη | φαρφουρένια | το | φαρφουρένιο |
κλητική | φαρφουρένιε | φαρφουρένια | φαρφουρένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαρφουρένιοι | οι | φαρφουρένιες | τα | φαρφουρένια |
γενική | των | φαρφουρένιων | των | φαρφουρένιων | των | φαρφουρένιων |
αιτιατική | τους | φαρφουρένιους | τις | φαρφουρένιες | τα | φαρφουρένια |
κλητική | φαρφουρένιοι | φαρφουρένιες | φαρφουρένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαρφουρένιος < φαρφουρ(ί) + -ένιος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /faɾ.fuˈɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαρ‐φου‐ρέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίαφαρφουρένιος, -α, -ο
- φτιαγμένος από φαρφουρί, πορσελάνινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαρφουρένιος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φαρφουρένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας