φαρμακολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρμακολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pharmacologie < pharmaco- + -logie < αρχαία ελληνική φάρμακον. Μορφολογικά αναλύεται σε φαρμακο- + -λογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /faɾ.ma.ko.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαρ‐μα‐κο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρμακολογία θηλυκό
- (επιστήμη) συνώνυμο του φαρμακευτική, η επιστήμη που ασχολείται με την αναζήτηση και εύρεση φαρμάκων
- (εκπαίδευση) τομέας του τμήματος της φαρμακευτικής επιστήμης που διδάσκεται στο πανεπιστήμιο
- ⮡ Η φαρμακολογία περιλαμβάνει την έρευνα νέων φαρμακευτικών ουσιών καθώς και τη φαρμακοδυναμική, φαρμακοκινητική, φαρμακογενετική, ανοσοφαρμακολογική και τοξικολογική μελέτη τους.
Συγγενικά
επεξεργασία- φαρμακολογικά (επίρρημα)
- φαρμακολογικός
- φαρμακολογικώς (επίρρημα)
- ψυχοφαρμακολογία
- φαρμακολόγος
→ και δείτε τη λέξη φάρμακο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όρος όπως η φαρμακευτική
Πηγές
επεξεργασία- φαρμακολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας