↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακολογία οι φαρμακολογίες
      γενική της φαρμακολογίας των φαρμακολογιών
    αιτιατική τη φαρμακολογία τις φαρμακολογίες
     κλητική φαρμακολογία φαρμακολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pharmacologie < pharmaco- + -logie < αρχαία ελληνική φάρμακον. Μορφολογικά αναλύεται σε φαρμακο- + -λογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /faɾ.ma.ko.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαρ‐μα‐κο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαρμακολογία θηλυκό

  1. (επιστήμη) συνώνυμο του φαρμακευτική, η επιστήμη που ασχολείται με την αναζήτηση και εύρεση φαρμάκων
  2. (εκπαίδευση) τομέας του τμήματος της φαρμακευτικής επιστήμης που διδάσκεται στο πανεπιστήμιο
    ⮡  Η φαρμακολογία περιλαμβάνει την έρευνα νέων φαρμακευτικών ουσιών καθώς και τη φαρμακοδυναμική, φαρμακοκινητική, φαρμακογενετική, ανοσοφαρμακολογική και τοξικολογική μελέτη τους.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φάρμακο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία