ψυχοφαρμακολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχοφαρμακολογία | οι | ψυχοφαρμακολογίες |
γενική | της | ψυχοφαρμακολογίας | των | ψυχοφαρμακολογιών |
αιτιατική | την | ψυχοφαρμακολογία | τις | ψυχοφαρμακολογίες |
κλητική | ψυχοφαρμακολογία | ψυχοφαρμακολογίες | ||
Συνήωθς στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψυχοφαρμακολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychopharmacology[1] < αρχαία ελληνική ψυχή (ψυχο-) + φάρμακον (φαρμακο-) + -λογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψυχοφαρμακολογία θηλυκό
- (ψυχιατρική, φαρμακευτική) κλάδος της φαρμακολογίας που έχει σχέση με τη μελέτη της επίδρασης των φαρμάκων στις ψυχικές διεργασίες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ψυχοφάρμακο, ψυχή, φάρμακο και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχοφαρμακολογία
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ψυχοφάρμακο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας