φαιντανύλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαιντανύλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική fentanyl < phenylethyl (< phenyl + ethyl) + anilide < αρχαία ελληνική φαίνω + ὕλη + αἰθήρ + αραβική نيل (nīl)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fen.daˈni.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαι‐ντα‐νύ‐λη
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαιντανύλη θηλυκό
- (φαρμακευτική, βιοχημεία) συνθετικό οπιοειδές που χρησιμοποιείται ως αναλγητικό και ως ναρκωτικό