• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φαιντανύλη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Δείτε επίσης
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαιντανύλη οι φαιντανύλες
      γενική της φαιντανύλης των φαιντανυλών
    αιτιατική τη φαιντανύλη τις φαιντανύλες
     κλητική φαιντανύλη φαιντανύλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φαιντανύλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική fentanyl < phenylethyl (< phenyl + ethyl) + anilide < αρχαία ελληνική φαίνω + ὕλη + αἰθήρ + αραβική نيل (nīl)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fen.daˈni.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός : φαι‐ντα‐νύ‐λη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαιντανύλη θηλυκό

  • (φαρμακευτική, βιοχημεία) συνθετικό οπιοειδές που χρησιμοποιείται ως αναλγητικό και ως ναρκωτικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • φαιντανύλη στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φαιντανύλη
  • αγγλικά : fentanyl (en)
  • γαλλικά : fentanyl (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φαιντανύλη&oldid=6233179"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Σεπτεμβρίου 2023, στις 13:41

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Σεπτεμβρίου 2023, στις 13:41.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας