Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φαιδρολόγος οι φαιδρολόγοι
      γενική του/της φαιδρολόγου των φαιδρολόγων
    αιτιατική τον/τη φαιδρολόγο τους/τις φαιδρολόγους
     κλητική φαιδρολόγε φαιδρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαιδρολόγος < φαιδρο(λογώ) + -λόγος, φαιδρ(ός) + -ο- + -λόγος (μαρτυρείται από το 1895) [1] [2]

  Επίθετο επεξεργασία

φαιδρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «φαιδρολόγημα, -λογία, -λόγος, -λογώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.