φαιδρολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φαιδρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που φαιδρολογεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- → δείτε και τη λέξη ευφυολόγος (που λέει αστεία)
που λέει φαιδρότητες
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «φαιδρολόγημα, -λογία, -λόγος, -λογώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.