υψημοριακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υψημοριακός < υψιμοριακός κατά το υψηλός με περικοπή του υψηλο- + μοριακός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική high-density)
Επίθετο
επεξεργασίαυψημοριακός, -ή, -ό
- άλλη γραφή του υψιμοριακός
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υψημοριακός
→ δείτε τη λέξη υψιμοριακός |