υπωνυμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπωνυμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyponymy < αρχαία ελληνική ὑπό + ὄνομα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπωνυμία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η σημασιολογική σχέση δύο λεξημάτων που το ένα είναι συστατικό του άλλου
Συγγενικά
επεξεργασία- υπωνυμικός
- υπώνυμο
- → δείτε τις λέξεις υπό και όνομα