Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποφαινόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υποφαινόμεν
ος
η
υποφαινόμεν
η
το
υποφαινόμεν
ο
γενική
του
υποφαινόμεν
ου
της
υποφαινόμεν
ης
του
υποφαινόμεν
ου
αιτιατική
τον
υποφαινόμεν
ο
την
υποφαινόμεν
η
το
υποφαινόμεν
ο
κλητική
υποφαινόμεν
ε
υποφαινόμεν
η
υποφαινόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υποφαινόμεν
οι
οι
υποφαινόμεν
ες
τα
υποφαινόμεν
α
γενική
των
υποφαινόμεν
ων
των
υποφαινόμεν
ων
των
υποφαινόμεν
ων
αιτιατική
τους
υποφαινόμεν
ους
τις
υποφαινόμεν
ες
τα
υποφαινόμεν
α
κλητική
υποφαινόμεν
οι
υποφαινόμεν
ες
υποφαινόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υποφαινόμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
ὑποφαίνω
Μετοχή
επεξεργασία
υποφαινόμενος
(
λόγιο
) ονομασία που χρησιμοποιεί κάποιος που γράφει ή μιλάει για να αναφερθεί ευγενικά ή ειρωνικά στον
εαυτό
του
Συνώνυμα
επεξεργασία
εγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποφαινόμενος
γαλλικά
:
moi-même
(fr)