Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποφέρων η υποφέρουσα το υποφέρον
      γενική του υποφέροντος
υποφέροντα1
της υποφέρουσας
υποφερούσης*
του υποφέροντος
    αιτιατική τον υποφέροντα την υποφέρουσα το υποφέρον
     κλητική υποφέρων υποφέρουσα υποφέρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποφέροντες οι υποφέρουσες τα υποφέροντα
      γενική των υποφερόντων των υποφερουσών των υποφερόντων
    αιτιατική τους υποφέροντες τις υποφέρουσες τα υποφέροντα
     κλητική υποφέροντες υποφέρουσες υποφέροντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

υποφέρων, -ουσα, -ον

  Μεταφράσεις επεξεργασία