↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποπροξενείο τα υποπροξενεία
      γενική του υποπροξενείου των υποπροξενείων
    αιτιατική το υποπροξενείο τα υποπροξενεία
     κλητική υποπροξενείο υποπροξενεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποπροξενείο < υποπρόξενος + -είο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vice-consulat[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποπροξενείο ουδέτερο

  1. κατώτερης βαθμίδας προξενείο που υπάγεται σε άλλο προξενείο
  2. (συνεκδοχικά) το γραφείο του υποπρόξενου ή το κτήριο όπου στεγάζονται οι σχετικές υπηρεσίες

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ὑποπροξενεῖο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. υποπροξενείοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)