↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπομισθωμένος η υπομισθωμένη το υπομισθωμένο
      γενική του υπομισθωμένου της υπομισθωμένης του υπομισθωμένου
    αιτιατική τον υπομισθωμένο την υπομισθωμένη το υπομισθωμένο
     κλητική υπομισθωμένε υπομισθωμένη υπομισθωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπομισθωμένοι οι υπομισθωμένες τα υπομισθωμένα
      γενική των υπομισθωμένων των υπομισθωμένων των υπομισθωμένων
    αιτιατική τους υπομισθωμένους τις υπομισθωμένες τα υπομισθωμένα
     κλητική υπομισθωμένοι υπομισθωμένες υπομισθωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπομισθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπομισθώνω

υπομισθωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία