υπολήνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπολήνιο | τα | υπολήνια |
γενική | του | υπολήνιου & υποληνίου |
των | υπολήνιων & υποληνίων |
αιτιατική | το | υπολήνιο | τα | υπολήνια |
κλητική | υπολήνιο | υπολήνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπολήνιο < ελληνιστική κοινή ὑπολήνιον < αρχαία ελληνική ὑπο- + ληνός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπολήνιο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπολήνιο
|