↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑπολήνιον τὰ ὑπολήνι
      γενική τοῦ ὑποληνίου τῶν ὑποληνίων
      δοτική τῷ ὑποληνί τοῖς ὑποληνίοις
    αιτιατική τὸ ὑπολήνιον τὰ ὑπολήνι
     κλητική ! ὑπολήνιον ὑπολήνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑποληνίω
γεν-δοτ τοῖν  ὑποληνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπολήνιον < ὑπο- + λην(ός) + -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπολήνιον ουδέτερο

Απόγονοι

επεξεργασία

ὑπολήνιον (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: πουλάνι (ιδιωματικό)