ὑπολήνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὑπολήνιον | τὰ | ὑπολήνιᾰ |
γενική | τοῦ | ὑποληνίου | τῶν | ὑποληνίων |
δοτική | τῷ | ὑποληνίῳ | τοῖς | ὑποληνίοις |
αιτιατική | τὸ | ὑπολήνιον | τὰ | ὑπολήνιᾰ |
κλητική ὦ! | ὑπολήνιον | ὑπολήνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑποληνίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑποληνίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὑπολήνιον ουδέτερο
Απόγονοι
επεξεργασίαὑπολήνιον (αρχαία ελληνικά)
- → νέα ελληνικά: πουλάνι (ιδιωματικό)
Πηγές
επεξεργασία- ὑπολήνιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπολήνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.