πουλάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουλάνι | τα | πουλάνια |
γενική | του | πουλανιού | των | πουλανιών |
αιτιατική | το | πουλάνι | τα | πουλάνια |
κλητική | πουλάνι | πουλάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πουλάνι < ελληνιστική κοινή ὑπολήνιον[1]
Πηγές επεξεργασία
- ΔΦΑ : /puˈla.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐λά‐νι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουλάνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, Κύθηρα) μικρή χτιστή δεξαμενή η οποία τοποθετείται μπροστά από το πατητήρι ή σε ελαιοτριβείο ώστε να ρέει ο μούστος ή το λάδι εντός αυτής, υπολήνιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουλάνι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Νίκος Σαραντάκος, Λέξεις από το ιδίωμα των Κυθήρων (και το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα), 27 Νοεμβρίου 2017