υποθετικοπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποθετικοπαραγωγικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypothetico-deductive
Επίθετο επεξεργασία
υποθετικοπαραγωγικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία, επιστημολογία) που σχετίζεται με την υποθετικοπαραγωγική μέθοδο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- hypothetico-deductive model στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποθετικοπαραγωγικός