Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποθετικοπαραγωγικός η υποθετικοπαραγωγική το υποθετικοπαραγωγικό
      γενική του υποθετικοπαραγωγικού της υποθετικοπαραγωγικής του υποθετικοπαραγωγικού
    αιτιατική τον υποθετικοπαραγωγικό την υποθετικοπαραγωγική το υποθετικοπαραγωγικό
     κλητική υποθετικοπαραγωγικέ υποθετικοπαραγωγική υποθετικοπαραγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποθετικοπαραγωγικοί οι υποθετικοπαραγωγικές τα υποθετικοπαραγωγικά
      γενική των υποθετικοπαραγωγικών των υποθετικοπαραγωγικών των υποθετικοπαραγωγικών
    αιτιατική τους υποθετικοπαραγωγικούς τις υποθετικοπαραγωγικές τα υποθετικοπαραγωγικά
     κλητική υποθετικοπαραγωγικοί υποθετικοπαραγωγικές υποθετικοπαραγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποθετικοπαραγωγικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypothetico-deductive

  Επίθετο επεξεργασία

υποθετικοπαραγωγικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία