↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποδειγμένος η υποδειγμένη το υποδειγμένο
      γενική του υποδειγμένου της υποδειγμένης του υποδειγμένου
    αιτιατική τον υποδειγμένο την υποδειγμένη το υποδειγμένο
     κλητική υποδειγμένε υποδειγμένη υποδειγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποδειγμένοι οι υποδειγμένες τα υποδειγμένα
      γενική των υποδειγμένων των υποδειγμένων των υποδειγμένων
    αιτιατική τους υποδειγμένους τις υποδειγμένες τα υποδειγμένα
     κλητική υποδειγμένοι υποδειγμένες υποδειγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

υποδειγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία