Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποβοηθούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υποβοηθούμεν
ος
η
υποβοηθούμεν
η
το
υποβοηθούμεν
ο
γενική
του
υποβοηθούμεν
ου
της
υποβοηθούμεν
ης
του
υποβοηθούμεν
ου
αιτιατική
τον
υποβοηθούμεν
ο
την
υποβοηθούμεν
η
το
υποβοηθούμεν
ο
κλητική
υποβοηθούμεν
ε
υποβοηθούμεν
η
υποβοηθούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υποβοηθούμεν
οι
οι
υποβοηθούμεν
ες
τα
υποβοηθούμεν
α
γενική
των
υποβοηθούμεν
ων
των
υποβοηθούμεν
ων
των
υποβοηθούμεν
ων
αιτιατική
τους
υποβοηθούμεν
ους
τις
υποβοηθούμεν
ες
τα
υποβοηθούμεν
α
κλητική
υποβοηθούμεν
οι
υποβοηθούμεν
ες
υποβοηθούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υποβοηθούμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
υποβοηθώ
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
υποβοηθώ
,
υπό
και
βοηθώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποβοηθούμενος