Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποβοηθούμενος η υποβοηθούμενη το υποβοηθούμενο
      γενική του υποβοηθούμενου της υποβοηθούμενης του υποβοηθούμενου
    αιτιατική τον υποβοηθούμενο την υποβοηθούμενη το υποβοηθούμενο
     κλητική υποβοηθούμενε υποβοηθούμενη υποβοηθούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποβοηθούμενοι οι υποβοηθούμενες τα υποβοηθούμενα
      γενική των υποβοηθούμενων των υποβοηθούμενων των υποβοηθούμενων
    αιτιατική τους υποβοηθούμενους τις υποβοηθούμενες τα υποβοηθούμενα
     κλητική υποβοηθούμενοι υποβοηθούμενες υποβοηθούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

υποβοηθούμενος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία