Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποαπασχολημένος η υποαπασχολημένη το υποαπασχολημένο
      γενική του υποαπασχολημένου της υποαπασχολημένης του υποαπασχολημένου
    αιτιατική τον υποαπασχολημένο την υποαπασχολημένη το υποαπασχολημένο
     κλητική υποαπασχολημένε υποαπασχολημένη υποαπασχολημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποαπασχολημένοι οι υποαπασχολημένες τα υποαπασχολημένα
      γενική των υποαπασχολημένων των υποαπασχολημένων των υποαπασχολημένων
    αιτιατική τους υποαπασχολημένους τις υποαπασχολημένες τα υποαπασχολημένα
     κλητική υποαπασχολημένοι υποαπασχολημένες υποαπασχολημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποαπασχολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποαπασχολούμαι

  Μετοχή επεξεργασία

υποαπασχολημένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία