υπνοθεραπευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπνοθεραπευτής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypnotherapist < αρχαία ελληνική ὕπνος (ύπνος) + θεραπευτής
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pno.θe.ɾa.peˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνο‐θε‐ρα‐πευ‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπνοθεραπευτής αρσενικό (θηλυκό υπνοθεραπεύτρια)
- (επάγγελμα) το εξειδικευμένο άτομο το οποίο χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές χαλάρωσης προκαλεί ύπνωση στον ασθενή με σκοπό να τον βοηθήσει στην επίλυση διαφόρων προβλημάτων της ψυχικής και σωματικής υγείας του
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπνοθεραπευτής