υπνοθεραπευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπνοθεραπευτής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypnotherapist < αρχαία ελληνική ὕπνος (ύπνος) + θεραπευτής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pno.θe.ɾa.peˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνο‐θε‐ρα‐πευ‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπνοθεραπευτής αρσενικό (θηλυκό υπνοθεραπεύτρια)
- (επάγγελμα) το εξειδικευμένο άτομο το οποίο χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές χαλάρωσης προκαλεί ύπνωση στον ασθενή με σκοπό να τον βοηθήσει στην επίλυση διαφόρων προβλημάτων της ψυχικής και σωματικής υγείας του
- ※ κομπογιαννίτες υπνοθεραπευτές - κάτοχοι του θαυματουργού κονιάματος, καμποτίνοι έμποροι του φαρμάκου για όλες τις ασθένειες, χειροπρακτικοί υπνωτιστές-γνώστες της πανάκειας, κατασκευαστές θαυματουργής σκόνης, αλμπάνηδες, αγύρτες, σκιτζήδες (Λένος Χρηστίδης, Μόνολογκ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011 [1])
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπνοθεραπευτής