υπνοθεραπεύτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη υπνοθεραπευτής
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπνοθεραπεύτρια θηλυκό και υπνοθεραπευτής αρσενικό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη υπνοθεραπευτής
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπνοθεραπεύτρια
→ δείτε τη λέξη υπνοθεραπευτής |