Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερωριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπερωριακ
ός
η
υπερωριακ
ή
το
υπερωριακ
ό
γενική
του
υπερωριακ
ού
της
υπερωριακ
ής
του
υπερωριακ
ού
αιτιατική
τον
υπερωριακ
ό
την
υπερωριακ
ή
το
υπερωριακ
ό
κλητική
υπερωριακ
έ
υπερωριακ
ή
υπερωριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπερωριακ
οί
οι
υπερωριακ
ές
τα
υπερωριακ
ά
γενική
των
υπερωριακ
ών
των
υπερωριακ
ών
των
υπερωριακ
ών
αιτιατική
τους
υπερωριακ
ούς
τις
υπερωριακ
ές
τα
υπερωριακ
ά
κλητική
υπερωριακ
οί
υπερωριακ
ές
υπερωριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερωριακός
<
υπερωρία
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
υπερωριακός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με την
υπερωρία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
υπερωριακά
υπερωριακώς
→
δείτε
τις λέξεις
υπερωρία
,
υπέρ
και
ώρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερωριακός
αγγλικά
:
overtime
(en)