- overtime < over- + time
overtime (en) (μη μετρήσιμο)
- η υπερωρία, υπερωριακός
- ↪ I do/work overtime.
- Κάνω/δουλεύω υπερωρίες.
- ↪ They began to little by little cut our overtime pay.
- Άρχισαν να μας κόβουν λίγο-λίγο την υπερωριακή αποζημίωση.
- (αμερικανική σημασία, αθλητισμός) η παράταση, μια προκαθορισμένη χρονική περίοδος που προστίθεται στο τέλος ενός αθλητικού αγώνα εάν δεν υπάρχει νικητής στο τέλος της κανονικής περιόδου
- ↪ If the last shot went in, the match would go into overtime.
- Aν έμπαινε το τελευταίο σουτ, ο αγώνας θα πήγαινε στην παράταση.
- ≈ συνώνυμα: extra time (βρετανικά αγγλικά)