Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερωριακώς < υπερωριακός + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

υπερωριακώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία