Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερχειλισμένος η υπερχειλισμένη το υπερχειλισμένο
      γενική του υπερχειλισμένου της υπερχειλισμένης του υπερχειλισμένου
    αιτιατική τον υπερχειλισμένο την υπερχειλισμένη το υπερχειλισμένο
     κλητική υπερχειλισμένε υπερχειλισμένη υπερχειλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερχειλισμένοι οι υπερχειλισμένες τα υπερχειλισμένα
      γενική των υπερχειλισμένων των υπερχειλισμένων των υπερχειλισμένων
    αιτιατική τους υπερχειλισμένους τις υπερχειλισμένες τα υπερχειλισμένα
     κλητική υπερχειλισμένοι υπερχειλισμένες υπερχειλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερχειλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερχειλίζω

  Μετοχή επεξεργασία

υπερχειλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία