υπερφυής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπερφυής | η | υπερφυής | το | υπερφυές |
γενική | του | υπερφυούς* | της | υπερφυούς | του | υπερφυούς |
αιτιατική | τον | υπερφυή | την | υπερφυή | το | υπερφυές |
κλητική | υπερφυή(ς) | υπερφυής | υπερφυές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπερφυείς | οι | υπερφυείς | τα | υπερφυή |
γενική | των | υπερφυών | των | υπερφυών | των | υπερφυών |
αιτιατική | τους | υπερφυείς | τις | υπερφυείς | τα | υπερφυή |
κλητική | υπερφυείς | υπερφυείς | υπερφυή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερφυής < αρχαία ελληνική ὑπερφυής < ὑπέρ + φύομαι
Επίθετο
επεξεργασίαυπερφυής, -ής, -ές
- που υπερβαίνει τη φύση και τους νόμους της, που δεν ερμηνεύεται λογικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερφυής
|