υπερφαλαγγισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερφαλαγγισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερφαλαγγίζω
Μετοχή
επεξεργασίαυπερφαλαγγισμένος, -η, -ο
- που έχει υπερφαλαγγιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις υπερφαλαγγίζω και φάλαγγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερφαλαγγισμένος