Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερφαλαγγίζω < αρχαία ελληνική ὑπερφαλαγγέω / ὑπερφαλαγγῶ < ὑπέρ + φάλαγξ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.peɾ.fa.laŋˈɟi.zo/

υπερφαλαγγίζω (παθητική φωνή: υπερφαλαγγίζομαι)

  1. (στρατιωτικός όρος) κυκλώνω τα αντίπαλα στρατεύματα αναπτύσσοντας τα δικά μου πέρα από τις άκρες των στρατευμάτων των αντιπάλων
  2. (κατ’ επέκταση) υπερκεράζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία