υπερφαλαγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερφαλαγγίζω < αρχαία ελληνική ὑπερφαλαγγέω / ὑπερφαλαγγῶ < ὑπέρ + φάλαγξ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαυπερφαλαγγίζω (παθητική φωνή: υπερφαλαγγίζομαι)
- (στρατιωτικός όρος) κυκλώνω τα αντίπαλα στρατεύματα αναπτύσσοντας τα δικά μου πέρα από τις άκρες των στρατευμάτων των αντιπάλων
- (κατ’ επέκταση) υπερκεράζω
Συγγενικά
επεξεργασία- υπερφαλάγγιση
- υπερφαλαγγισμένος
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και φάλαγγα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερφαλαγγίζω | υπερφαλάγγιζα | θα υπερφαλαγγίζω | να υπερφαλαγγίζω | υπερφαλαγγίζοντας | |
β' ενικ. | υπερφαλαγγίζεις | υπερφαλάγγιζες | θα υπερφαλαγγίζεις | να υπερφαλαγγίζεις | υπερφαλάγγιζε | |
γ' ενικ. | υπερφαλαγγίζει | υπερφαλάγγιζε | θα υπερφαλαγγίζει | να υπερφαλαγγίζει | ||
α' πληθ. | υπερφαλαγγίζουμε | υπερφαλαγγίζαμε | θα υπερφαλαγγίζουμε | να υπερφαλαγγίζουμε | ||
β' πληθ. | υπερφαλαγγίζετε | υπερφαλαγγίζατε | θα υπερφαλαγγίζετε | να υπερφαλαγγίζετε | υπερφαλαγγίζετε | |
γ' πληθ. | υπερφαλαγγίζουν(ε) | υπερφαλάγγιζαν υπερφαλαγγίζαν(ε) |
θα υπερφαλαγγίζουν(ε) | να υπερφαλαγγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερφαλάγγισα | θα υπερφαλαγγίσω | να υπερφαλαγγίσω | υπερφαλαγγίσει | ||
β' ενικ. | υπερφαλάγγισες | θα υπερφαλαγγίσεις | να υπερφαλαγγίσεις | υπερφαλάγγισε | ||
γ' ενικ. | υπερφαλάγγισε | θα υπερφαλαγγίσει | να υπερφαλαγγίσει | |||
α' πληθ. | υπερφαλαγγίσαμε | θα υπερφαλαγγίσουμε | να υπερφαλαγγίσουμε | |||
β' πληθ. | υπερφαλαγγίσατε | θα υπερφαλαγγίσετε | να υπερφαλαγγίσετε | υπερφαλαγγίστε | ||
γ' πληθ. | υπερφαλάγγισαν υπερφαλαγγίσαν(ε) |
θα υπερφαλαγγίσουν(ε) | να υπερφαλαγγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερφαλαγγίσει | είχα υπερφαλαγγίσει | θα έχω υπερφαλαγγίσει | να έχω υπερφαλαγγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερφαλαγγίσει | είχες υπερφαλαγγίσει | θα έχεις υπερφαλαγγίσει | να έχεις υπερφαλαγγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερφαλαγγίσει | είχε υπερφαλαγγίσει | θα έχει υπερφαλαγγίσει | να έχει υπερφαλαγγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερφαλαγγίσει | είχαμε υπερφαλαγγίσει | θα έχουμε υπερφαλαγγίσει | να έχουμε υπερφαλαγγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερφαλαγγίσει | είχατε υπερφαλαγγίσει | θα έχετε υπερφαλαγγίσει | να έχετε υπερφαλαγγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερφαλαγγίσει | είχαν υπερφαλαγγίσει | θα έχουν υπερφαλαγγίσει | να έχουν υπερφαλαγγίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερφαλαγγίζομαι | υπερφαλαγγιζόμουν(α) | θα υπερφαλαγγίζομαι | να υπερφαλαγγίζομαι | ||
β' ενικ. | υπερφαλαγγίζεσαι | υπερφαλαγγιζόσουν(α) | θα υπερφαλαγγίζεσαι | να υπερφαλαγγίζεσαι | (υπερφαλαγγίζου) | |
γ' ενικ. | υπερφαλαγγίζεται | υπερφαλαγγιζόταν(ε) | θα υπερφαλαγγίζεται | να υπερφαλαγγίζεται | ||
α' πληθ. | υπερφαλαγγιζόμαστε | υπερφαλαγγιζόμαστε υπερφαλαγγιζόμασταν |
θα υπερφαλαγγιζόμαστε | να υπερφαλαγγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | υπερφαλαγγίζεστε | υπερφαλαγγιζόσαστε υπερφαλαγγιζόσασταν |
θα υπερφαλαγγίζεστε | να υπερφαλαγγίζεστε | (υπερφαλαγγίζεστε) | |
γ' πληθ. | υπερφαλαγγίζονται | υπερφαλαγγίζονταν υπερφαλαγγιζόντουσαν |
θα υπερφαλαγγίζονται | να υπερφαλαγγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερφαλαγγίστηκα | θα υπερφαλαγγιστώ | να υπερφαλαγγιστώ | υπερφαλαγγιστεί | ||
β' ενικ. | υπερφαλαγγίστηκες | θα υπερφαλαγγιστείς | να υπερφαλαγγιστείς | υπερφαλαγγίσου | ||
γ' ενικ. | υπερφαλαγγίστηκε | θα υπερφαλαγγιστεί | να υπερφαλαγγιστεί | |||
α' πληθ. | υπερφαλαγγιστήκαμε | θα υπερφαλαγγιστούμε | να υπερφαλαγγιστούμε | |||
β' πληθ. | υπερφαλαγγιστήκατε | θα υπερφαλαγγιστείτε | να υπερφαλαγγιστείτε | υπερφαλαγγιστείτε | ||
γ' πληθ. | υπερφαλαγγίστηκαν υπερφαλαγγιστήκαν(ε) |
θα υπερφαλαγγιστούν(ε) | να υπερφαλαγγιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπερφαλαγγιστεί | είχα υπερφαλαγγιστεί | θα έχω υπερφαλαγγιστεί | να έχω υπερφαλαγγιστεί | υπερφαλαγγισμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπερφαλαγγιστεί | είχες υπερφαλαγγιστεί | θα έχεις υπερφαλαγγιστεί | να έχεις υπερφαλαγγιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερφαλαγγιστεί | είχε υπερφαλαγγιστεί | θα έχει υπερφαλαγγιστεί | να έχει υπερφαλαγγιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερφαλαγγιστεί | είχαμε υπερφαλαγγιστεί | θα έχουμε υπερφαλαγγιστεί | να έχουμε υπερφαλαγγιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερφαλαγγιστεί | είχατε υπερφαλαγγιστεί | θα έχετε υπερφαλαγγιστεί | να έχετε υπερφαλαγγιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερφαλαγγιστεί | είχαν υπερφαλαγγιστεί | θα έχουν υπερφαλαγγιστεί | να έχουν υπερφαλαγγιστεί |