Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερκεράζω < (ελληνιστική κοινήὑπερκεράω / ὑπερκερῶ + -άζω < αρχαία ελληνική κέρας

  Ρήμα επεξεργασία

υπερκεράζω (παθητική φωνή: υπερκεράζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία