υπερκεράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπερκεράζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος υπερκεράζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερκεράζομαι | υπερκεραζόμουν(α) | θα υπερκεράζομαι | να υπερκεράζομαι | ||
β' ενικ. | υπερκεράζεσαι | υπερκεραζόσουν(α) | θα υπερκεράζεσαι | να υπερκεράζεσαι | (υπερκεράζου) | |
γ' ενικ. | υπερκεράζεται | υπερκεραζόταν(ε) | θα υπερκεράζεται | να υπερκεράζεται | ||
α' πληθ. | υπερκεραζόμαστε | υπερκεραζόμαστε υπερκεραζόμασταν |
θα υπερκεραζόμαστε | να υπερκεραζόμαστε | ||
β' πληθ. | υπερκεράζεστε | υπερκεραζόσαστε υπερκεραζόσασταν |
θα υπερκεράζεστε | να υπερκεράζεστε | (υπερκεράζεστε) | |
γ' πληθ. | υπερκεράζονται | υπερκεράζονταν υπερκεραζόντουσαν |
θα υπερκεράζονται | να υπερκεράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερκεράστηκα | θα υπερκεραστώ | να υπερκεραστώ | υπερκεραστεί | ||
β' ενικ. | υπερκεράστηκες | θα υπερκεραστείς | να υπερκεραστείς | υπερκεράσου | ||
γ' ενικ. | υπερκεράστηκε | θα υπερκεραστεί | να υπερκεραστεί | |||
α' πληθ. | υπερκεραστήκαμε | θα υπερκεραστούμε | να υπερκεραστούμε | |||
β' πληθ. | υπερκεραστήκατε | θα υπερκεραστείτε | να υπερκεραστείτε | υπερκεραστείτε | ||
γ' πληθ. | υπερκεράστηκαν υπερκεραστήκαν(ε) |
θα υπερκεραστούν(ε) | να υπερκεραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπερκεραστεί | είχα υπερκεραστεί | θα έχω υπερκεραστεί | να έχω υπερκεραστεί | υπερκερασμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπερκεραστεί | είχες υπερκεραστεί | θα έχεις υπερκεραστεί | να έχεις υπερκεραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερκεραστεί | είχε υπερκεραστεί | θα έχει υπερκεραστεί | να έχει υπερκεραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερκεραστεί | είχαμε υπερκεραστεί | θα έχουμε υπερκεραστεί | να έχουμε υπερκεραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερκεραστεί | είχατε υπερκεραστεί | θα έχετε υπερκεραστεί | να έχετε υπερκεραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερκεραστεί | είχαν υπερκεραστεί | θα έχουν υπερκεραστεί | να έχουν υπερκεραστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερκεράζομαι
|