υπερφαλαγγίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπερφαλαγγίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος υπερφαλαγγίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερφαλαγγίζομαι | υπερφαλαγγιζόμουν(α) | θα υπερφαλαγγίζομαι | να υπερφαλαγγίζομαι | ||
β' ενικ. | υπερφαλαγγίζεσαι | υπερφαλαγγιζόσουν(α) | θα υπερφαλαγγίζεσαι | να υπερφαλαγγίζεσαι | (υπερφαλαγγίζου) | |
γ' ενικ. | υπερφαλαγγίζεται | υπερφαλαγγιζόταν(ε) | θα υπερφαλαγγίζεται | να υπερφαλαγγίζεται | ||
α' πληθ. | υπερφαλαγγιζόμαστε | υπερφαλαγγιζόμαστε υπερφαλαγγιζόμασταν |
θα υπερφαλαγγιζόμαστε | να υπερφαλαγγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | υπερφαλαγγίζεστε | υπερφαλαγγιζόσαστε υπερφαλαγγιζόσασταν |
θα υπερφαλαγγίζεστε | να υπερφαλαγγίζεστε | (υπερφαλαγγίζεστε) | |
γ' πληθ. | υπερφαλαγγίζονται | υπερφαλαγγίζονταν υπερφαλαγγιζόντουσαν |
θα υπερφαλαγγίζονται | να υπερφαλαγγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερφαλαγγίστηκα | θα υπερφαλαγγιστώ | να υπερφαλαγγιστώ | υπερφαλαγγιστεί | ||
β' ενικ. | υπερφαλαγγίστηκες | θα υπερφαλαγγιστείς | να υπερφαλαγγιστείς | υπερφαλαγγίσου | ||
γ' ενικ. | υπερφαλαγγίστηκε | θα υπερφαλαγγιστεί | να υπερφαλαγγιστεί | |||
α' πληθ. | υπερφαλαγγιστήκαμε | θα υπερφαλαγγιστούμε | να υπερφαλαγγιστούμε | |||
β' πληθ. | υπερφαλαγγιστήκατε | θα υπερφαλαγγιστείτε | να υπερφαλαγγιστείτε | υπερφαλαγγιστείτε | ||
γ' πληθ. | υπερφαλαγγίστηκαν υπερφαλαγγιστήκαν(ε) |
θα υπερφαλαγγιστούν(ε) | να υπερφαλαγγιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπερφαλαγγιστεί | είχα υπερφαλαγγιστεί | θα έχω υπερφαλαγγιστεί | να έχω υπερφαλαγγιστεί | υπερφαλαγγισμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπερφαλαγγιστεί | είχες υπερφαλαγγιστεί | θα έχεις υπερφαλαγγιστεί | να έχεις υπερφαλαγγιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερφαλαγγιστεί | είχε υπερφαλαγγιστεί | θα έχει υπερφαλαγγιστεί | να έχει υπερφαλαγγιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερφαλαγγιστεί | είχαμε υπερφαλαγγιστεί | θα έχουμε υπερφαλαγγιστεί | να έχουμε υπερφαλαγγιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερφαλαγγιστεί | είχατε υπερφαλαγγιστεί | θα έχετε υπερφαλαγγιστεί | να έχετε υπερφαλαγγιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερφαλαγγιστεί | είχαν υπερφαλαγγιστεί | θα έχουν υπερφαλαγγιστεί | να έχουν υπερφαλαγγιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερφαλαγγίζομαι
|