υπερυδρόφοβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερυδρόφοβος < υπερ- + υδρόφοβος ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) superhydrophobic)
Επίθετο επεξεργασία
υπερυδρόφοβος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που είναι υδρόφοβος σε υπερβολικό βαθμό
- Το υπερυδρόφοβο υλικό εξέπληξε τους επιστήμονες στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης με την ικανότητά του να απωθεί το νερό. (εφημερίδα Τα Νέα, 23/11/2013)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερυδρόφοβος
|