υπερυδροφοβικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερυδροφοβικός < υπερ- + υδροφοβικός ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) superhydrophobic)
Επίθετο επεξεργασία
υπερυδροφοβικός, -η, -ο
- (νεολογισμός) που είναι υδροφοβικός σε υπερβολικό βαθμό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερυδροφοβικός