Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερτυχερός η υπερτυχερή το υπερτυχερό
      γενική του υπερτυχερού της υπερτυχερής του υπερτυχερού
    αιτιατική τον υπερτυχερό την υπερτυχερή το υπερτυχερό
     κλητική υπερτυχερέ υπερτυχερή υπερτυχερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερτυχεροί οι υπερτυχερές τα υπερτυχερά
      γενική των υπερτυχερών των υπερτυχερών των υπερτυχερών
    αιτιατική τους υπερτυχερούς τις υπερτυχερές τα υπερτυχερά
     κλητική υπερτυχεροί υπερτυχερές υπερτυχερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερτυχερός < υπερ- + τυχερός

  Επίθετο επεξεργασία

υπερτυχερός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία