↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερηχοϊκός η υπερηχοϊκή το υπερηχοϊκό
      γενική του υπερηχοϊκού της υπερηχοϊκής του υπερηχοϊκού
    αιτιατική τον υπερηχοϊκό την υπερηχοϊκή το υπερηχοϊκό
     κλητική υπερηχοϊκέ υπερηχοϊκή υπερηχοϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερηχοϊκοί οι υπερηχοϊκές τα υπερηχοϊκά
      γενική των υπερηχοϊκών των υπερηχοϊκών των υπερηχοϊκών
    αιτιατική τους υπερηχοϊκούς τις υπερηχοϊκές τα υπερηχοϊκά
     κλητική υπερηχοϊκοί υπερηχοϊκές υπερηχοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερηχοϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: hyperechoic (βλ. αρχαία ελληνική ὑπέρ + ἠχώ). Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + ηχοϊκός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

υπερηχοϊκός, -ή, -ό

  • (ιατρική) που παράγει περισσότερη ηχώ από το περιβάλλον του, που αντανακλά πιο έντονα τα ηχητικά κύματα
    ※  Ο υπερηχογραφικός έλεγχος χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία ευρημάτων, αφού ο μαζικός αδένας μπορεί να είναι είτε υποηχοϊκός ή υπερηχοϊκός, εκτεινόμενος πίσω από τη θηλή. (Παναγιώτης Γ. Αναγνωστής, e-Ενδοκρινολογία, 9.3.4 Νοσήματα οργάνων-στόχων των ανδρογόνων, Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία, 28/8/2015, e-endocrinology.gr [1])

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία