Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερδέσμευση οι υπερδεσμεύσεις
      γενική της υπερδέσμευσης* των υπερδεσμεύσεων
    αιτιατική την υπερδέσμευση τις υπερδεσμεύσεις
     κλητική υπερδέσμευση υπερδεσμεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδεσμεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερδέσμευση < υπερ- + δέσμευση ((οικονομία): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overbooking· (πληροφορική): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overcommitment)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.perˈðez.mef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐δέ‐σμευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερδέσμευση θηλυκό

  1. (νεολογισμός, οικονομία) η δέσμευση πιστώσεων πάνω από το όριο που έχει τεθεί
  2. (νεολογισμός, πληροφορική) η δέσμευση περισσότερων πόρων από αυτούς που είναι πραγματικά διαθέσιμοι

  Μεταφράσεις επεξεργασία