Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπενοικιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπενοικιασμέν
ος
η
υπενοικιασμέν
η
το
υπενοικιασμέν
ο
γενική
του
υπενοικιασμέν
ου
της
υπενοικιασμέν
ης
του
υπενοικιασμέν
ου
αιτιατική
τον
υπενοικιασμέν
ο
την
υπενοικιασμέν
η
το
υπενοικιασμέν
ο
κλητική
υπενοικιασμέν
ε
υπενοικιασμέν
η
υπενοικιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπενοικιασμέν
οι
οι
υπενοικιασμέν
ες
τα
υπενοικιασμέν
α
γενική
των
υπενοικιασμέν
ων
των
υπενοικιασμέν
ων
των
υπενοικιασμέν
ων
αιτιατική
τους
υπενοικιασμέν
ους
τις
υπενοικιασμέν
ες
τα
υπενοικιασμέν
α
κλητική
υπενοικιασμέν
οι
υπενοικιασμέν
ες
υπενοικιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υπενοικιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υπενοικιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπενοικιασμένος
αγγλικά
:
sublet
(en)