Υδρόζωα
(Ανακατεύθυνση από υδρόζωα)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Υδρόζωα | ||
γενική | των | Υδρόζωων | ||
αιτιατική | τα | Υδρόζωα | ||
κλητική | Υδρόζωα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Υδρόζωα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Hydrozoa < αρχαία ελληνική ὕδρος (< ὕδωρ) + ζῷον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈðɾo.zo.a/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΥδρόζωα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - ομοταξία: υδρόβιων ασπόνδυλων (θαλάσσιων ή των γλυκών νερών) του φύλου των κνιδόζωων
Συγγενικά
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Υδρόζωα στη Βικιπαίδεια