ὕδρος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὕδρος | οἱ | ὕδροι |
γενική | τοῦ | ὕδρου | τῶν | ὕδρων |
δοτική | τῷ | ὕδρῳ | τοῖς | ὕδροις |
αιτιατική | τὸν | ὕδρον | τοὺς | ὕδρους |
κλητική ὦ! | ὕδρε | ὕδροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὕδρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὕδροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὕδρος < ὕδωρ < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *udreh₂-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ὕδρος αρσενικό
- θαλάσσιο ερπετό, νερόφιδο
- μικρό υδρόβιο ζώο (ψαράκι, σαύρα κ.ά.)
- (αστρονομία) αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου (Hydra)