Δείτε επίσης: Ύδρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὕδρος οἱ ὕδροι
      γενική τοῦ ὕδρου τῶν ὕδρων
      δοτική τῷ ὕδρ τοῖς ὕδροις
    αιτιατική τὸν ὕδρον τοὺς ὕδρους
     κλητική ! ὕδρε ὕδροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὕδρω
γεν-δοτ τοῖν  ὕδροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕδρος < ὕδωρ, ὑδρ- + -ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὕδρος, -ου αρσενικό

  1. (ερπετό) θαλάσσιο ερπετό, νερόφιδο
  2. (ελληνιστική σημασία , ζώο) μικρό υδρόβιο ζώο (ψαράκι, σαύρα κ.ά.)
  3. για τον αστερισμό → δείτε Ὕδρος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὕδωρ