ὕδρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὕδρος | οἱ | ὕδροι |
γενική | τοῦ | ὕδρου | τῶν | ὕδρων |
δοτική | τῷ | ὕδρῳ | τοῖς | ὕδροις |
αιτιατική | τὸν | ὕδρον | τοὺς | ὕδρους |
κλητική ὦ! | ὕδρε | ὕδροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὕδρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὕδροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὕδρος, -ου αρσενικό
- (ερπετό) θαλάσσιο ερπετό, νερόφιδο
- (ελληνιστική σημασία , ζώο) μικρό υδρόβιο ζώο (ψαράκι, σαύρα κ.ά.)
- για τον αστερισμό → δείτε Ὕδρος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ὕδωρ
Πηγές
επεξεργασία- ὕδρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕδρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.